εννεύρωση

εννεύρωση
η
1. όρος που αναφέρεται στην κατανομή τών νεύρων σε μια ανατομική περιοχή τού σώματος ή στην παροχή νευρικού παλμού στην περιοχή αυτή
2. φρ. «αίσθημα εννευρώσεως» — το αίσθημα τού βαθμού τής λειτουργικής ενέργειας κάποιου μυός κατά τον χρόνο τών κινήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + νεύρωση. Η λ. στον λόγιο τ. εννεύρωσις μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δύσνευρος — η, ο χαρακτηρισμός οργάνου τού σώματος που παρουσιάζει διαταραγμένη λειτουργία στην εννεύρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”